- ζεματιστήρι
- τό1) кастрюля; котёл; бак; 2) дороговизна; обираловка, обдираловка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζεματιστήρι — το [ζεματίζω] σκεύος που χρησιμεύει στο ζεμάτισμα … Dictionary of Greek
ζεματιστήρι — το το δοχείο που χρησιμοποιείται για το ζεμάτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)